διαβαλλω

διαβαλλω
    διαβάλλω
    δια-βάλλω
    1) перебрасывать, переводить, переправлять
    

(ἐκ τῆς Χίου τὰς νέας ἐς τέν Νάξον Her.)

    2) просовывать
    

(δάκτυλον τῆς θύρας Diog.L.)

    3) проходить, переходить, проезжать
    

(γεφύρας Eur.)

    4) переправляться, переплывать
    

(τὸν Ἰόνιον Thuc., Plut.; πρὸς τέν ἀντιπέρας ἤπειρον Thuc.)

    φυγῇ πρὸς Ἄργος διαβαλεῖν Eur. — бежать в Аргос

    5) сеять рознь, ссорить
    

(τινὰ καί τινα Plat. и τινὰς ἀλλήλοις Arst.)

    διαβεβλῆσθαί τινι Plat. — быть во вражде с кем-л.;
    δ. τινὰ πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut. — внушить кому-л. ненависть к кому(чему)-л.

    6) клеветать, оговаривать, чернить
    

(τινὰ πρός τινα Her., Isocr., Xen., τινά τινι Soph., Plat. и τινὰ ἔς τινα Thuc.)

    διαβαλεῖν τινα ὥς τινα Plat., Luc. — ославить кого-л. кем-л.

    7) обвинять, упрекать, порицать
    

(τινα Thuc.; πρός и εἴς τι Luc.)

    8) покрывать позором, порочить
    

(κάλλιστον ἔργον τῷ μισθῷ Plut.)

    9) отвергать (как подложное), отбрасывать
    

(τὸ ἔπος καὴ τέν μυθολογίαν Plut.)

    10) тж. med. вводить в заблуждение, обманывать
    

(τινά Her., Arph.)

    11) med. перебрасываться
    

δ. πρός τινα τοις κύβοις Plut. — играть с кем-л. в кости


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "διαβαλλω" в других словарях:

  • διαβάλλω — throw pres subj act 1st sg διαβάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάλλω — διαβάλλω, διέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… …   Dictionary of Greek

  • διαβάλλω — διέβαλα, διαβλήθηκα, διαβλημένος, συκοφαντώ, δυσφημώ κάποιον με ύπουλο και ψεύτικο τρόπο: Διαβάλλει τους συναδέλφους του, για να πάρει προαγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβάλησθε — διαβάλλω throw aor subj mp 2nd pl διαβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic) διαβά̱λησθε , διαβάλλω throw aor subj mid 2nd pl (doric) διαβά̱λησθε , διαβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάλῃ — διαβάλλω throw aor subj mp 2nd sg διαβάλλω throw aor subj act 3rd sg διαβά̱λῃ , διαβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) διαβά̱λῃ , διαβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαλοῦσι — διαβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαλοῦσιν — διαβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβεβλημένα — διαβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) διαβεβλημένᾱ , διαβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) διαβεβλημένᾱ , διαβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάλλετε — διαβάλλω throw pres imperat act 2nd pl διαβάλλω throw pres ind act 2nd pl διαβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάλλῃ — διαβάλλω throw pres subj mp 2nd sg διαβάλλω throw pres ind mp 2nd sg διαβάλλω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»